-
1 Φάνε
-
2 Φᾶνε
-
3 φάνε
-
4 φᾶνε
-
5 ἀνα-στρέφω
ἀνα-στρέφω, p. ἀνστρέφω, 1) zurück-, umwenden, umkehren, δίφρους, die Wagen umstürzen, Il. 23, 436; ὄρος ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει, ganz umgekehrt; Her. 6, 47; τὸ ἔμβαμμα, umstoßen, Xen. Cyr. 2, 2, 5, – zurückholen, -rufen, ἐξ ἅδου Soph. Phil. 447; πόδα, den Fuß zurückwenden, zurückkehren, Eur. Hipp. 1176; mit dem Pfluge das Land umwenden, umackern, Plat.; mit πάλιν, z. B. εἱμαρμένη ἀναστρέφει πάλιν τὸν κό-σμον Polit. 272 e; ebenso τὸν λόγον, wiederholen, Legg. I, 626 e; Xen. Hier. 4, 5 ἐμοὶ τοῦτ' ἀνέστραπται, bei mir ist das umgekehrt; vgl. Cyr. 8, 8, 13. – 2) oft intrans., umkehren, eigtl. sich umwenden, μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες Plat. Lach. 191 e; oft Xen. An., z. B. 4, 3, 29 ἀναστρέψαντες ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσϑαι. Dah. τὸ ἀναστρέφον, ein Gedicht, das man auch rückwärts lesen kann, s. Leon. Alex. 33 (VI, 323). – Ebenso med., Plat. Lach. 191 c; bes. von der Flucht umkehren, Halt machen gegen den Feind, Xen. Cyr. 2, 1, 9; An. 1, 10, 12 ἀνεστράφησαν; geradezu dem φεύγειν entgegengesetzt, Hell. 4, 3, 4; vgl. so ἀναστραφῆναι Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 12). – 3) pass. mit fut. med., wie versari, sich an einem Orte herumdrehen, sich da aufhalten, γαῖαν, Od. 13, 326, sich zu dem Lande hinwenden u. darin verweilen; μενόντων καὶ ἀναστρεφομένων ἐν μέσῳ Plat. Rep. VIII, 558 a; so ἐν φανε ρῷ Xen. Hell. 6, 4, 16; ἐν ὀφϑαλμοῖς Plut. Rom. 9; vgl. Xen. Cyr. 8, 8, 7; von der Sonne, die sich am Himmel herumdreht, Mem. 4, 3, 8; οἱ ἐν τῇ γεωργίᾳ ἀναστρεφόμενοι, die sich mit dem Landbau beschäftigen, Oec. 5, 13; ἐν μέσαις εὐφροσύναις Ages. 9, 4, mitten unter Ergötzlichkeiten; ἐν ταῖς ἡγεμονείαις, Anführer sein, Pol. 9, 21, der es oft mit adv. verbindet, z. B. ϑρασέως, ῥᾳϑύμως, ἀσεβῶς εἴς τινα, 1, 9. 86. 25, 1.
См. также в других словарях:
Φᾶνε — Φᾶνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶνε — φαίνω A ren. aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… … Hofmann J. Lexicon universale
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αλαταριά — η [αλάτι] 1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες 2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι … Dictionary of Greek
απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… … Dictionary of Greek
βουφάγος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την… … Dictionary of Greek