Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν φανε ρῷ

См. также в других словарях:

  • Φᾶνε — Φᾶνος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φᾶνε — φαίνω A ren. aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • αλαταριά — η [αλάτι] 1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες 2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι …   Dictionary of Greek

  • απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • βουφάγος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»